ποικιλωτέρα

ποικιλωτέρα
ποικιλωτέρᾱ , ποικίλος
many-coloured
fem nom/voc/acc comp dual
ποικιλωτέρᾱ , ποικίλος
many-coloured
fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ποικιλωτέρᾳ — ποικιλωτέρᾱͅ , ποικίλος many coloured fem dat comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλώτερα — ποικίλος many coloured neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλωτέρας — ποικιλωτέρᾱς , ποικίλος many coloured fem acc comp pl ποικιλωτέρᾱς , ποικίλος many coloured fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποικιλωτέραν — ποικιλωτέρᾱν , ποικίλος many coloured fem acc comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποιητικός — ή, ό / ποιητικός, ή, όν, ΝΜΑ [ποιητής] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ποίηση ή στον ποιητή (α. «ποιητικό ύφος» β. «ποιητική εικόνα» γ. «ποιητική σύλληψη» δ. «καὶ γὰρ τῇ λέξει ποιητικωτέρᾳ καὶ ποικιλωτέρᾳ τὰς πράξεις δηλοῡσι», Ισοκρ.) 2.… …   Dictionary of Greek

  • ποικιλωτέραις — ποικίλος many coloured fem dat comp pl ποικιλωτέρᾱͅς , ποικίλος many coloured fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”